- συναίρω
- και ποιητ. τ. συναείρω Α1. σηκώνω μαζί με κάποιον2. συμφωνώ με κάποιον, πηγαίνω με το μέρος κάποιου («ἄλλως τε καὶ συναίρων τῷ Πλάτωνι περὶ τῆς τοῡ κόσμου γενέσεως ἐπαγγειλάμενος», Φιλοπ.)3. συνάγω, συναθροίζω («τοὺς δὲ πυροὺς οἱ γεωργοῡντες σπεύδουσι φθίνοντος τοῡ μηνὸς ἐκ τῆς ἅλω συναίρειν», Πλούτ.)4. (στον ποητ. τ.) (ενεργ. και μέσ.) (σχετικά με ίππους) συζευγνύω5. μέσ. συναίρομαια) βοηθώ κάποιον να σηκώσει κάτιβ) μετέχω σε κοινή προσπάθεια (α. «οἱ πλεῑστοι τῶν συναραμένων τὰ ὅπλα δημοτῶν», Διον. Αλ.β. «οὐ ξυναράμενοι τοῡ Ἀττικοῡ πολέμου», Θουκ.)γ) ενώνομαι με κάποιον για σύμπραξη («Ἀργεῑοι οὐ συναράμενοι τοῑς Ἕλλησιν», Πλούτ.)δ) συντελώ, συμβάλλω («συναίρεται εἰς εὐτροφίαν τοῑς νεύροις», Γαλ.)ε) ακυρώνω από κοινού με άλλον6. φρ. α) «συναίρομαι Κύπριν» — συνδέομαι ερωτικά με κάποιον (Αἰσχύλ.)β) «συναίρομαι τὴν χάριν τινός» — προσπαθώ από κοινού να κερδίσω την εύνοια κάποιου από κοινού με άλλον (Δίων Κάσσ.)γ) «συναίρω λόγον»i) κάνω λογαριασμό με κάποιον (ΚΔ)ii) έχω δοσοληψίες με κάποιον (Αποφθ. Πατέρ.)δ) «συναίρομαι τῶν σκελῶν» — πιάνω κάποιον από τα δύο του πόδια και τόν ανατρέπω (Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + αἴρω / ἀείρω «σηκώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.